- ανεξικακώ
- (ε) αμετ. быть незлобивым, незлопамятным, кротким, терпеливым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεξικακώ — (AM ἀνεξικακῶ, έω) έχω ανεξικακία, είμαι ανεξίκακος … Dictionary of Greek
ἀνεξικάκῳ — ἀνεξίκακος enduring pain masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεξίκακος — η, ο (AM ἀνεξίκακος, ον) μη εκδικητικός, αμνησίκακος, μακρόθυμος, μεγάθυμος. αρχ. καρτερικός, υπομονητικός στους κόπους και στις κακοτυχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξι (< μέλλ. ανέξομαι του ανέχομαι) + κακός. ΠΑΡ. ανεξικακία, ανεξικακώ] … Dictionary of Greek